-
1 карточка
η κάρτα, η καρτέλλαвизитная - η κάρτα, το επισκεπτήριοкредитная - (банк.) πιστωτική -почтовая - το ταχυδρομικό δελτάριο, разг. η κάρτα, το καρτ-ποστάλучётная - το δελτίο/η κάρτα απογραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карточка